- φιλεταιρίας
- φιλεταιρίᾱς , φιλεταιρίαattachment to one's comradesfem acc plφιλεταιρίᾱς , φιλεταιρίαattachment to one's comradesfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.